- αγριόθωρος
- -η, -οαυτός που έχει άγρια θωριά, όψη: Μόλο που έδειχνε αγριόθωρος, είχε στο βάθος καλή καρδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριόθωρος — η, ο (MN) 1. αγριοθώρητος* αυτός που κοιτάζει κάποιον με βλοσυρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγριος + θωριά] … Dictionary of Greek